- ἀλωήν
- ἀλωήthreshing-floorfem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλωήν — ἀλωήν , ἀλωή threshing floor fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλῳήν — ἀλῳήν , ἀλωή threshing floor fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλῳήν — ἀλωή threshing floor fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοαρδής — νεοαρδής, ές (Α) αυτός που έχει ποτιστεί πρόσφατα («ὡς δ ὅτ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδὲ ἀλωὴν αἶψ ἀγξηράνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αρδής (< ἄρδω «ποτίζω»), πρβλ. ευ αρδής] … Dictionary of Greek
σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος … Dictionary of Greek